καταγελῶ

καταγελῶ
καταγελάω
laugh
pres imperat mp 2nd sg
καταγελάω
laugh
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
καταγελάω
laugh
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
καταγελάω
laugh
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταγελάω
laugh
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταγελάω
laugh
pres imperat mp 2nd sg
καταγελάω
laugh
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
καταγελάω
laugh
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
καταγελάω
laugh
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
καταγελάω
laugh
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
καταγελάω
laugh
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταγελώ — και καταγελάω καταγέλασα, καταγελάστηκα, καταγελασμένος 1. γελώ περιφρονητικά σε βάρος κάποιου: Μη με καταγελάς. 2. γελώ υπερβολικά: Καταγελάσαμε με τα αστεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγελώ — (AM καταγελῶ, άω) γελώ περιφρονητικά σε βάρος κάποιου («καταγελᾷς ἤδη σύ μου», Αριστοφ.) νεοελλ. γελώ δυνατά …   Dictionary of Greek

  • κατάγελων — κατάγελω̆ν , κατάγελως derision masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταγελώ — άω, Α καταγελώ, περιγελώ κάποιον επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταγελῶ «περιπαίζω, χλευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • καταγέλασις — καταγέλασις, ἡ (Μ) [καταγελώ] το καταγέλασμα* …   Dictionary of Greek

  • καταγέλασμα — καταγέλασμα, τὸ (Α) [καταγελώ] το περιφρονητικό γέλιο εις βάρος κάποιου, ο χλευασμός …   Dictionary of Greek

  • καταγέλαστος — η, ο (AM καταγέλα στος, ον) [καταγελώ] αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος (α. «σηκώθηκε να μιλήσει και έγινε καταγέλαστος» β. «φοβοῡμαι οὔ τι μὴ γελοῑα,... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα», Πλάτ.). επίρρ... καταγελάστως (Α) με καταγέλαστο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • καταγελαστής — καταγελαστής, ὁ (Α) [καταγελώ] αυτός που γελά περιφρονητικά σε βάρος κάποιου, ο χλευαστής …   Dictionary of Greek

  • καταγελαστικός — καταγελαστικός, ή, όν (Α) [καταγελώ] ο χλευαστικός. επίρρ... καταγελαστικῶς (Α) χλευαστικά, εμπαικτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”